βρῶμος

βρῶμος
βρῶμος
Grammatical information: m.
Meaning: `stench' (LXX, Gal.)
Other forms: Sometimes βρόμος
Derivatives: βρῶμα `ordure'(?; Ev. Marc. 7, 19). βρωμώδης, βρομώδης `stinking' (Str.); βρωμέω (-ο-) `id.' (Al.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym. Supposed to be identical with βρόμος `noise', Kretschmer Glotta 9, 222f., 11, 98, Hatzidakis, Glotta 22 (1934) 130-3. Diff. Kalitsunakis, Glotta 12,198. - Lat. brōmus, brōmōsus, exbrōmō is a loan. The word lives on in the element, Fr. brome etc.
Page in Frisk: 1,275

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρῶμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρώμος — (I) βρῶμος, ο (Α) [βιβρώσκω] το βρώμα, η τροφή. (II) βρῶμος, ο και βρόμος, ο (Α) κακοσμία, βρόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρόμος (II)] …   Dictionary of Greek

  • βρῶμον — βρῶμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρώμου — βρῶμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρώμῳ — βρῶμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • υπόβρωμος — ον, Α ο κάπως δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρωμος (< βρῶμος), πρβλ. ἄ βρωμος] …   Dictionary of Greek

  • Бром — Эта статья о химическом элементе; другие значения: Бром (значения). У этого термина существуют и другие значения, см. Br. 35 Селен ← Бром → Криптон …   Википедия

  • μισόβρωμος — μισόβρωμος, ον (Μ) αυτός που μισεί τη λαιμαργία, την απληστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + βρωμος (< βρῶμος < βιβρώσκω «τρώω»)] …   Dictionary of Greek

  • πολύβρωμος — ον, Μ πολύ δύσοσμος, πολύ δυσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρῶμος «δυσωδία» (πρβλ. ά βρωμος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόβρωμος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βρωμος (< βρῶμος [Ι] / βρώμη «τροφή»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”